αναγυρεύω

αναγυρεύω
-εψα, αναζητώ, αποζητώ με πόθο κάτι που είχα: Αναγύρεψε τους συνομήλικους συχωριανούς του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναγυρεύω — (Μ ἀναγυρεύω) 1. προσπαθώ να βρω, αναζητώ επίμονα 2. προσπαθώ να θυμηθώ 3. κάνω μνεία κάποιου που απουσιάζει, αναφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γυρεύω. ΠΑΡ. αναγύρευση ( ις)] …   Dictionary of Greek

  • αναγύρευση — η (Μ ἀναγύρευσις) [ἀναγυρεύω] αναζήτηση …   Dictionary of Greek

  • κοσμοαναγυρεύω — (ΑM) κοσμογυρεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ἀναγυρεύω «αναζητώ επίμονα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”